- ατύλιχτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος3. (για νήμα) ακουβάριαστος4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή δουλειά επιζήμια γι' αυτόν.
Dictionary of Greek. 2013.